- Κρότωνας
- Κρότωνmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρότωνας — ο (Α κρότων, ωνος και κροτών, ώνος) άκαρι, τσιμπούρι που παρισιτεί κυρίως στον σκύλο νεοελλ. βοτ. α) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ευφορβιώδη β) κοινή ονομασία τού φυτού Codiaeum variegatum τού γένους κοδίαιο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Κρότωνας — ο όνομα αρχαίας ελληνικής πόλης της ΝΑ Ιταλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Crotona — Saltar a navegación, búsqueda Crotona Escudo … Wikipedia Español
κροτωνικός — ή, ό [κρότων] αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με το φυτό κρότωνας … Dictionary of Greek
κροτωνοειδής — κροτωνοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με το φυτό κρότωνας («τοῡ κροτωνοειδέος τήν ῥίζαν δίδου πίνειν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + ειδής*] … Dictionary of Greek
κροτωνοφόρος — κροτωνοφόρος, ον (Α) (για γη) αυτή που παράγει τα φυτά τού γένους κρότωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κωνοφόρος, οπωρο φόρος] … Dictionary of Greek
κροτώνειος — και κροτώνιος α, ο [κρότων] αυτός που παράγεται ή εξάγεται από το φυτό κρότωνας … Dictionary of Greek
κυνοραιστής — και κυνορ(ρ)αίστης και κυνοραϊστής, ο (Α κυνοραιστής, οῡ) παράσιτο τών σκύλων, κρότωνας, τσιμπούρι («ἔνθα κύων κεῑτ Ἄργος ἐνίπλειος κυνοραιστέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ρ(ρ)αίστης / ρ(ρ)αϊστής (< ραίω «συντρίβω, καταστρέφω») πρβλ … Dictionary of Greek
Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε … Dictionary of Greek
τσιμπούρι — τσιμπούρι, το και τσιμούρι, το 1. το έντομο «κρότωνας», παράσιτο του δέρματος των ζώων (και κυρίως του σκύλου). 2. μτφ., άνθρωπος πολύ ενοχλητικός και φορτικός: Μου γινε τσιμπούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)